lysol$45980$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lysol$45980$ - translation to Αγγλικά

BRAND NAME OF CLEANING AND DISINFECTING PRODUCTS DISTRIBUTED BY RECKITT BENCKISER
Lysol (cleaner); Lizol; Draft:Lysoform
  • Lysol multi-surface cleaner on a store shelf
  • A 1935 Canadian advertisement promoting Lysol as a feminine hygiene product, using the slogan "The poise that knowledge gives"

lysol      
n. Lysol (Desinfektionsmittel)

Ορισμός

Lysol
['l??s?l]
¦ noun trademark a disinfectant consisting of a mixture of cresols and soft soap.
Origin
C19: from -lysis + -ol.

Βικιπαίδεια

Lysol

Lysol (; spelled Lizol in India) is a brand of American cleaning and disinfecting products distributed by Reckitt, which markets the similar Dettol or Sagrotan in other markets. The line includes liquid solutions for hard and soft surfaces, air treatment, and hand washing. The active ingredient in many Lysol products is benzalkonium chloride, but the active ingredient in the Lysol "Power and Free" line is hydrogen peroxide. Lysol has been used since its invention in the late 19th century as a household and industrial cleaning agent, and previously as a medical disinfectant.